Dictionary of Greek. 2013.
άκρυφτος — η, ο ο φανερός: Τώρα πια μπορούσε να ζει άκρυφτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)